- μετακλείω
- μετακλείω, ποιητ. τ. μετακλῄζω (Α)δίνω νέο όνομα, μετονομάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
μετακλήζω — μετακλῄζω (Α) (ποιητ. τ.) βλ. μετακλείω … Dictionary of Greek